- περικείμενος
- η , ο[ν] близлежащий; окружающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περικείμενος — περίκειμαι lie round about perf part mp masc nom sg περίκειμαι lie round about pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
облежимъ — (1*) прич. страд. наст. Охваченный, одолеваемый чемл.: вѣдѣ бо и са(м) немощью облежи(м). и ˫ако же мѣрю мѣри(м) буду. (περικείμενος) ГБ XIV, 23а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
περικειμένως — Α επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. τού ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ՇՐՋԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0496 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. περιΐστας, περίστας circumstans περικείμενος circumjacens. Որ ոք կամ որ ինչ շուրջ կայ. մօտակայ. *Անապատ զշրջակայն իւր առնէր: Յարբուցմունս բուրաստանաց, եւ բովանդակ շրջակային յարբուցումն. Խոր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)